- εὐμνημόνευτον
- εὐμνημόνευτοςeasy to remembermasc/fem acc sgεὐμνημόνευτοςeasy to rememberneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευμνημόνευτος — η, ο (Α εὐμνημόνευτος, ον) αυτός που μνημονεύεται εύκολα, που μπορεί να τόν θυμάται κάποιος εύκολα, ευκολομνημόνευτος («τοῡτο μὲν διὰ τὴν ἀήθειαν τῶν λεχθέντων εὐμνημόνευτον», Πλάτ.) αρχ. πρόχειρος, προσιτός («εὐμνημόνευτα φάρμακα», Ιπποκρ.).… … Dictionary of Greek
ԴԻՒՐԱՅԻՇԱՏԱԿՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0633 Chronological Sequence: 5c գ. τὸ εὑμνημόνευτον memoratu facile esse Դիւրաւ յիշելի գոլն. *Ի թիւս բաժանեալ յաղագս դիւրայիշատակութեանն. Առ որս. ՟Ե … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)